braking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
braking (en)
- το φρενάρισμα
- ↪ A braking sound was heard.
- Ακούστηκε ήχος φρεναρίσματος.
- ↪ There were braking signs at the site of the collision.
- Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
- ↪ A braking sound was heard.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
braking (en)