bummer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

bummer (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bummer (en)
(χυδαίο)

  1. απογοήτευση
  2. ρεμάλι, αλήτης, χοντρομαλ άκας, χλεχλές, τεμπέλαρος, άχρηστος, αχαΐρευτος