calibrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
calibrate (en)
- καλιμπράρω· φροντίζω ώστε η μέτρηση να ανταποκρίνεται στην βαθμονόμηση
- ρυθμίζω ένα σύστημα ώστε να ανταποκρίνεται προβλέψιμα και όπως επιθυμώ
- βαθμονομώ