caminante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caminante (es) αρσενικό ή θηλυκό
- ο διαβάτης, ο περιπατητής, ο στρατοκόπος
- caminante, no hay camino, se hace camino al andar (Antonio Machado)
- διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος γίνεται περπατώντας (Αντόνιο Ματσάδο)
- caminante, no hay camino, se hace camino al andar (Antonio Machado)