captivating
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
captivating (en)
- που αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον, συναρπαστικός
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
captivating (en)
captivating (en)
captivating (en)