carelessly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός carelessly
συγκριτικός more carelessly
υπερθετικός most carelessly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

carelessly < careless + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

carelessly (en)

  1. απρόσεκτα
    He is driving carelessly.
    Οδηγεί απρόσεκτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη recklessly
  2. αμέριμνα, που δεν έχει έγνοιες, φροντίδες, υποχρεώσεις
    He sits/sleeps carelessly.
    Kάθεται/κοιμάται αμέριμνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leisurely

Πηγές[επεξεργασία]