celeusma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
celeusma < αρχαία ελληνική κέλευσμα < κελεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
celeusma (la) ουδέτερο
celeusma < αρχαία ελληνική κέλευσμα < κελεύω
celeusma (la) ουδέτερο