change someone's mind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) αλλάζω γνώμη
- ↪ He is constantly changing his mind.
- Διαρκώς αλλάζει γνώμη.
- ↪ He is constantly changing his mind.