chintzy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | chintzy |
συγκριτικός | chintzier |
υπερθετικός | chintziest |
Επίθετο[επεξεργασία]
chintzy (en)
- (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) κακόγουστος, φθηνό και όχι ελκυστικό