cohort

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cohort < λατινική cohors

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cohort (en)

  • ομάδα ανθρώπων με (κάποια) κοινά χαρακτηριστικά
  • στατιστική υποομάδα, στατιστική ομάδα προς μελέτη
  • φιλική παρέα, συντροφιά
  • μονάδα ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενη από έξι εκατονταρχίες, ίση με το ένα δέκατο της λεγεώνας

Σύνθετα[επεξεργασία]