colloquialism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
colloquialism < colloquial + -ism
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
colloquialism (en)
- (γλωσσολογία) έκφραση του προφορικού καθημερινού λόγου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- familiar (οικείο)
- informal (ανεπίσημο)
- learned (λόγιο)
- standard (για την καθομιλουμένη γλώσσα)
- vernacular (δημώδες)