common law
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(νομικός όρος)
και case law (en)
- σύνολο νόμων που πηγάζει από προηγούμενες τελεσίδικες αποφάσεις δικών (ισχύει σε κάποιες χώρες)
- (σε αντίθεση με τον νομοθετημένο νόμο [ισχύει σε κάθε χώρα] statute law, statutory law, δημώδης πληθυντικός: statutes [για ένα μόνο νόμο statute])