confins

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confins (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα άκρα, τα όρια, το πιο έξω μέρος μιας περιοχής
     συνώνυμα: borne, frontière, limite
     αντώνυμα: centre, intérieur