constipation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
constipation < λατινική constipatio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
constipation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
constipation < λατινική constipatio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.sti.pa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
constipation (fr) θηλυκό