coronavírus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˌɾo.naˈvi.ɾus/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coronavírus (pt) αρσενικό
Δείτε επίσης : coronavirus, Coronavirus |
coronavírus (pt) αρσενικό