coupling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coupling (en)
- ζεύξη, σύζευξη, συνταίριασμα, ταίριασμα, βρόχος συστημικής επικοινωνίας
- φτιάξιμο (σχέσης)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
coupling (en)