criminologiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
criminologiste (fr)
- (αρχαϊκό) εγκληματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
→ δείτε τη λέξη criminologue