cukiereczek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cukiereczek < cukierek
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cukiereczek (pl) αρσενικό
- υποκοριστικό του: cukierek, η καραμελίτσα
cukiereczek < cukierek
cukiereczek (pl) αρσενικό