déboîter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
déboîter (fr) (μεταβατικό)
- βγάζω κάτι από τη θέση του
- αποσυναρμολογώ
- (ιατρική) εξαρθρώνω
- βγάζω από τη θέση του για να το βάλω δίπλα
- (κατ’ επέκταση) προσπερνώ