düzensiz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
düzensiz (tr)
- ακατάστατος
- Andreas'ın odası çok düzensiz. - Το δωμάτιο του Ανδρέα είναι πολύ ακατάστατο.
- Andreas çok düzensiz bir çalışan. - Ο Ανδρέας είναι ένας πολύ ακατάστατος εργαζόμενος.
- παράτυπος
- (γραμματική) ανώμαλος