dadaïsme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dadaïsme (fr) αρσενικό
- (τέχνη) ο ντανταϊσμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- dadaïsme - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé