deadly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

deadly (en)

  1. θανατηφόρος, θανάσιμος
  2. (κατ’ επέκταση) πολύ εύστοχος (για χτύπημα, βολή κλπ)
  3. (ανεπίσημο) πολύ βαρετός