decorative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός decorative
συγκριτικός more decorative
υπερθετικός most decorative

Επίθετο[επεξεργασία]

decorative (en)

  1. διακοσμητικός
    This house has decorative indoor plants.
    Αυτό το σπίτι έχει διακοσμητικά φυτά για εσωτερικούς χώρους.
     συνώνυμα: fancy, ornate
     αντώνυμα: plain, simple