depressedly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | depressedly |
συγκριτικός | more depressedly |
υπερθετικός | most depressedly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
depressedly (en)
- με καταθλιμμένο τρόπο