differently
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | differently |
συγκριτικός | more differently |
υπερθετικός | most differently |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
differently (en)
- διαφορετικά, (κι) αλλιώς, αλλιώς…αλλιώς
- ↪ You obviously think differently.
- Προφανώς σκέφτεσαι διαφορετικά.
- ↪ Not like that, carry it differently.
- Όχι έτσι, αλλιώς βάστα το.
- ↪ You can work on it differently.
- Μπορείς και αλλιώς να το δουλέψεις.
- ↪ If you can, do it differently.
- Αν μπορείς κάνε κι αλλιώς.
- ↪ Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
- Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
- ≈ συνώνυμα: otherwise
- ↪ You obviously think differently.