dikiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dikiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα dikiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας dikiĝas dikiĝanta dikiĝata
αόριστος dikiĝis dikiĝinta dikiĝita
μέλλοντας dikiĝos dikiĝonta dikiĝota
υποθετική dikiĝus - -
προστακτική dikiĝu - -

dikiĝi (eo)