diplomatic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός diplomatic
συγκριτικός more diplomatic
υπερθετικός most diplomatic

Επίθετο[επεξεργασία]

diplomatic (en)

  1. διπλωματικός, που έχει σχέση με τους διπλωμάτες ή με τη διπλωματία
    They severed diplomatic relations.
    Διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις.
  2. διπλωματικός, που τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο χειρισμό υποθέσεων και καταστάσεων
    a diplomatic response - διπλωματική απάντηση

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]