docile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɔ.sil/

Επίθετο[επεξεργασία]

docile (fr)

  • πειθήνιος, υπάκουος