dopey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dopey |
συγκριτικός | dopier |
υπερθετικός | dopiest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dopey (en)
παραθετικά | |
θετικός | dopey |
συγκριτικός | dopier |
υπερθετικός | dopiest |
dopey (en)