dosłownie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
dosłownie (pl) < από το επίθετο dosłowny
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɔˈswɔvʲɲɛ/
- ⓘ
Επίρρημα[επεξεργασία]
dosłownie (pl)
- κυριολεκτικά
- κατά λέξη, πιστά, κατά γράμμα