eco-friendly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | eco-friendly |
συγκριτικός | eco-friendlier / more eco-friendly |
υπερθετικός | eco-friendliest / most eco-friendly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
eco-friendly (en)
- οικολογικός, μη επιβλαβής για το περιβάλλον
- ↪ Our products are made up of purely eco-friendly materials.
- Τα προϊόντα μας παρασκευάζονται αμιγώς από οικολογικά υλικά.
- ↪ Our products are made up of purely eco-friendly materials.