elegantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | elegantly |
συγκριτικός | more elegantly |
υπερθετικός | most elegantly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
elegantly (en)
- κομψά, με τρόπο που είναι ελκυστικός και δείχνει καλό στυλ
- ↪ He dresses elegantly.
- Ντύνεται κομψά.
- ↪ He dresses elegantly.
Πηγές[επεξεργασία]
- elegantly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 463. ISBN 9780194325684., λήμμα: κομψός