elvagoniĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

elvagoniĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα elvagoniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας elvagoniĝas elvagoniĝanta elvagoniĝata
αόριστος elvagoniĝis elvagoniĝinta elvagoniĝita
μέλλοντας elvagoniĝos elvagoniĝonta elvagoniĝota
υποθετική elvagoniĝus - -
προστακτική elvagoniĝu - -

elvagoniĝi (eo)