embroilment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- embroilment < embroil
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
embroilment (en)
- η εμπλοκή (η κατάσταση του να έχεις εμπλακεί σε κάτι)
embroilment (en)