embroilment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

embroilment < embroil

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

embroilment (en)

  • η εμπλοκή (η κατάσταση του να έχεις εμπλακεί σε κάτι)