emerging

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

emerging (en)

  1. αναδυόμενος
    emerging markets - αναδυόμενες αγορές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

emerging (en)

  • μετοχή ενεστώτα του ρήματος emerge