emptying
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
emptying (en)
- το άδειασμα
Επίθετο[επεξεργασία]
emptying (en)
- εκκενωτικός, αδειαστικός, αυτός που έχει την τάση να αδειάζει
- (emptying universe due to eternal expansion, φράση του Sean M. Carroll PhD)