encompassing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

encompassing < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /XXX/

Επίθετο[επεξεργασία]

encompassing (en)

  1. περιμετρικός
    Before it is adopted, we need to involve an encompassing analysis of it's performance