encompassing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- encompassing < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
encompassing (en)
- περιμετρικός
- Before it is adopted, we need to involve an encompassing analysis of it's performance