engrailed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- engrailed < μέση αγγλική engrail < παλαιογαλλικά: engresler «λεπταίνω, καθιστώ λεπτό» < en- (εδώ εκφράζοντας μεταβολή/αλλαγή κατάστασης) + gresle «λεπτός» < λατινικά: gracilis
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
engrailed (en)
- (οικοσημολογία) που έχει ημικυκλικές οδοντώσεις κατά μήκος των ακμών (ή της ακμής)