enmemiĝonta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

enmemiĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος enmemiĝi