esposo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
esposo (es) < από τη λατινική λέξη sponsus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
esposo (es) πληθ. esposos θηλυκό esposa πληθ. esposas
- ο σύζυγος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
esposo (pt)
- ο σύζυγος