etymologia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]etymologia (pl) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- etymolog
- etymologicznie
- etymologiczny
- etymologizowanie
- etymologizować
- etymolożka
- etymon
- zetymologizowanie
- zetymologizować
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]etymologia (fi)