ever since
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ever since (en)
- (ιδιωματισμός) από τότε που, έκτοτε, ανέκαθεν
- ↪ I was dreaming about it ever since I was little.
- Το ονειρευόμουν από τότε που ήμουν μικρή!
- ↪ I met him last Monday, but I haven’t heard anything from him ever since.
- Τον συνάντησα την περασμένη Δευτέρα, έκτοτε όμως δεν είχα κανένα νέο του.
- ↪ I was dreaming about it ever since I was little.