excess

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

excess (en) (χωρίς παραθετικά)

  • παραπανίσιος, παραπάνω
    I ate many sweets and put on excess kilos.
    Έφαγα πολλά γλυκά, κι έβαλα παραπανίσια κιλά.
    the excess weight - το παραπάνω βάρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

excess (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]