exonerate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

exonerate (en)

  1. αθωώνω, δικαιώνω, απαλλάσσω από κατηγορία
  2. απαλλάσσω από υποχρέωση, εργασία κλπ