expectoration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

expectoration (en)

  1. η απόχρεμψη
  2. το προϊόν της απόχρεμψης, φλέμα ή πτύελο