exploitive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exploitive < exploit

Επίθετο[επεξεργασία]

exploitive (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]