exploração

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exploração < από το λατινικό exploratĭo, -ōnis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

exploração (pt) θηλυκό (πληθ. explorações)

  1. η εκμετάλλευση
  2. η εξερεύνηση