exploração
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exploração < από το λατινικό exploratĭo, -ōnis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exploração (pt) θηλυκό (πληθ. explorações)
exploração (pt) θηλυκό (πληθ. explorações)