familiar-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- familiar- < αγγλική familiar, γαλλική familier, familiarité
Ρίζα[επεξεργασία]
familiar- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: οικειότητα
Παράγωγα[επεξεργασία]
- [(familiareco]]
- familiare
- familiaraĵo
- familiara