feiern
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
feiern (de)
- (μεταβατικό) γιορτάζω (κάτι)
- (αμετάβατο) γιορτάζω (εγώ ο ίδιος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Feier