fiercely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός fiercely
συγκριτικός fiercelier / more fiercely
υπερθετικός fierceliest / most fiercely

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fiercely < fierce + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

fiercely (en)

  • άγρια
    They stood in the doorway glaring fiercely at each other.
    Στάθηκαν στην πόρτα κοιτάζοντας άγρια ο ένας τον άλλον.