fiercely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | fiercely |
συγκριτικός | fiercelier / more fiercely |
υπερθετικός | fierceliest / most fiercely |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
fiercely (en)
- άγρια
- ↪ They stood in the doorway glaring fiercely at each other.
- Στάθηκαν στην πόρτα κοιτάζοντας άγρια ο ένας τον άλλον.
- ↪ They stood in the doorway glaring fiercely at each other.